- περιανθίζω
- ΜΑ1. στολίζω με άνθη2. μτφ. διανθίζω τον λόγο με ωραίες εκφράσεις και με λογικά επιχειρήματα («λόγος... λογικοῑς έπιχειρήμασι περιηνθισμένος», Φώτ.)μσν.διακοσμώ («οἰκίαν περιανθίζειν γραφαῑς καὶ ψηφῑσι καὶ ταῑς λοιπαῑς λέξεσι», Ψελλ.)αρχ.(κατά το λεξ. Σούδα) «περιανθίζωἄνθη συλλέγω».
Dictionary of Greek. 2013.